ἐπίκερας

ἐπίκερας
ἐπίκερας
Grammatical information: n.
Meaning: plant name = τῆλις, `Trigonella' (Hp. ap. Gal. 19, 99).
Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂s- `horn'
Etymology: After the long sickel-shaped shell called `horn-like' or `with horn'. Strömberg Wortstudien 33. On the retained ending -ας cf. πάγκρεας and ἐρυσίπελας.
Page in Frisk: 1,537

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίκερας — ἐπίκερας και ἐπικέρας, το (Α) [κέρας] ονομασία φαρμακευτικού φυτού …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • υπόκερας — έραος και συνηρ. τ. ερως, ὁ, ἡ, τὸ, Α αυτός που έχει κέρας αποκάτω («τὸ γὰρ ὑπόκερας καὶ τὸ σὺν τῷ χαλκώματι περιηχικώτερα», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κέρας (πρβλ. ἐπίκερας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”